Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Ίλιγγος



Αίμα σε κρανία περιπλάνησης
στάζει ο ποιητής της ταράτσας
καθώς γειτονικά καλώδια παίρνουν τη σάρκα γκιλοτίνας
- μήπως και εισπνεύσει κάμποσες ανάσες η μαραμένη βιασύνη

Καρκινώματα ανοδικής φοράς προς γαλάζιες -οι δείκτες λένε- βουνοκορφές
Μα οι σταλακτίτες τους κεντρίζουν υπόκωφους λαβυρίνθους
Ανάθεμα! Πού ειναι η κλωστή σου;

Έλα να γεμίσουμε τους λάρυγγες με στάχτη
κανένα σημείο ρίγους να μην τρυπώσει
Μα εσύ αγαπάς με πόνο να μεθάς - έτσι πονώ και εγώ εξάλλου
(και τότε είναι που δίνω έρωτα στις λέξεις)

Όλα τα στόματα ρουφηγμένα σ' ένα κομμάτι καθρέφτη πεταμένο στην όχθη της λάσπης

Καλλιτέχνες της μεταμόρφωσης του ευκόλου σε δυσκόλου και τούμπαλιν
Η Χυδαιότητα μαζεύει τα παιδιά της στην ένεση που σιμώνει το μάγουλο
και γελάει η μαύρη μπέρτα που κρατάς το νόμισμα της νίκης

Πότε θα χορέψεις με τα κορίτσια που τραγουδούν στους τοίχους;
Και να 'ναι ο τελευταίος ιδρώτας που στάζει το χείλος σου

Λιγοστοί οι είκοσι αιώνες για να χαράσσεις μόλυβδο στον πάγο
αλλά κοίτα που εσένα θάβει το κρύσταλλο!


Ξεχασμένο σκυλί σε κλειδωμένο μπαούλο αποθηκευμένης (και υποθηκευμένης) γωνίας!
Άπλωσε απλά το κόκκινο πανί γύρω από τη σιδερένια σφαίρα
και έλα να φτιάξουμε βροχή από δω ψηλά

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Σ' αρέσει έτσι που καίγεσαι;


Ο κόσμος μου μοιάζει κόκκινος.
Σ' αρέσει έτσι που καίγεσαι;

Η Αισιοδοξία μου συστήθηκε, είναι η πιο υπάκουη κοπέλα.
Μόνο όταν απόρησα γιατί κάθε δυο - τρία φεγγάρια βουτάω σε αλατισμένες λίμνες εκείνη πέταξε το κολάρο της.
Αλλά εσύ σκεπάσου αγάπη μου, η σάρκα σου είναι χλωμή και είναι νωρίς ακόμα.

-Όρισέ μου τη δυστυχία, πρόσταξες τις προάλλες.
- Ευτυχισμένος ο ύπνος μου σε κάθε επόμενο βαγόνι. Ευτυχία το κάθε ταξίδι μου, σου απάντησα.

Τελικά αναπνέουν μόνο όσοι αγκιστρώνουν τα ρουθούνια τους στα σύννεφα;
Νάρκισσοι ευλογημένοι όσοι πατούν σε καλοδεμένες σελίδες.
Εξομολόγηση: και γω χαμογελώ από ψηλά όταν ανταλάσσω κέρματα με κουκκίδες, αλλά αυτό να μείνει μεταξύ μας.
(Φοβισμένα αυτιά παντού βλέπεις.)

Ο κόσμος μου μοιάζει κόκκινος και πεινασμένος.
Και συ καίγεσαι να τον ταϊσουν.
Σ' αρέσει έτσι που οι φλόγες χαράσσουν την αλφάβητο στο δέρμα σου;
Έτσι που και οι νεκροί και οι ζωντανοί να σέρνονται πάνω σου.
Φορτίο υπέρβαρο, πολλά τα ονόματα και είναι δύσκολο να ζητάς παρουσίες κάθε μέρα.
Μα είναι γλυκός ο εθισμός.

Και ο κόσμος ακόμη μοιάζει κόκκινος και κοκκίνισες και συ μου φαίνεται.
- Σώπασε επιτέλους! Μ' αρέσει έτσι που καίγομαι. Και κλείδωσε την πόρτα πίσω σου.


Και ο Ήφαιστος να γελά υστερικά στη γωνία.


Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Αναμονή


Κρύψε τα ουρλιαχτά σου, οι λέξεις πονούν.

Και συ ταϊζεις το στομάχι σου με χρυσάφι.
Πού πήγε η Ιθάκη διάολε;
Να γυρίσω πίσω.

Η καρδιά μου χτυπάει τ' αυτί σου.
Σταμάτα, μην πειράζεις του δείκτες.

Το τρένο να κατέβω σταματήστε.
Κύριε οδηγέ, σταμάτα!
Κύριε οδηγέ, πού είσαι;

Οι μέρες τρέχουν. Στοπ.
Μια κούρσα ξεφτισμένα άλογα. Στοπ.
Αγαπώ το καλοκαίρι μόνο όταν φεύγει. Στοπ.
Μ' αγαπάς; Στοπ.
Κλείδωσε τη βρύση. Στοπ.
Κρυώνω. Στοπ.

Αηδίας φιλοσοφία και μιας νύχτας αλητεία.
Τυλιχτείτε στα χάρτινα σεντόνια σας όπως το σκουλήκι στο μετάξι.

Ω θεοί!
Ω άθεοι θεοί αθέων!

Με τους δείκτες στο χώμα καλώ την πρώτη αυγή που τα κοράκια θα λιώσουν σε χρυσαφένια καλούπια.
Και η λάβα που καίει τα στήθη θα πνίξει τις παλάμες με δάκρυα οξυγόνου.
Και θα χυθείς στη θάλασσα να ξεδιψάσεις.

Ω θεοί, ω άθεοι θεοί αθέων!

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Στο πλοίο




Σ' ένα παγκάκι ξέφρενα αλατισμένο θαλάσσιοι γίγαντες σιγοκαίουν το σβέρκο μου.
Χρυσοί κύκλοι στο στήθος μου.
Λιωμένα παπούτσια, σαπισμένο πάτωμα.
Ζούσα για να φύγω, ζω για να πάω.
Κάπου στο μέσον, κάτω απ' τo κύμα, πάνω από το έδαφος.
Μέσα στην τάφρο.
Η ξεσκιμένη σημαία οδηγεί.
Αδυναμία μου χρέωνε το τελευταίο τραγούδι σου.
Και δεν άντεξα , έχω να σου πω.

Με το σάκο στο χέρι ξεσκίζω μνήμες, βουτάω και γυρεύω.
Τι όμορφα που γέρνουν τα μάγουλά τους οι απέναντι.
Τι άσχημα που γέρνω και κοιμάμαι.

Δώδεκα μέρες στο νησί.
Δώδεκα ελπίδες και δώδεκα πνιγμοί.

Λίγη άμμο δώσε μου, λίγες στάχτες, λίγη πορφύρα και λίγο αίμα στο ποτήρι μου χύσε.
Και ίσως δύο χείλη υπνωτικά το βράδυ που θα λείπεις.
Και ας είναι ξένα, μη σε νοιάζει.
Και ας είμαι ξένη, μη σε νοιάζει.

Ματωμένα ιδεογράμματα σε κάτασπρο πανί.
Άραγε ο γαλαζιος θάνατος να λιώνει τις καύτρες;

Σκάλες,έξοδος.
Ήλιος, έξοδος.
Θάλασσα, έξοδος.
Α Δ Ι Ε Ξ Ο Δ Ο.

Λιμάνι


Σαν κύλινδρος ορμά στα πέτρινα καράβια.
Η καταλανική λαγνεία στα μαλλιά της.
Και η δρασκελιά της έρμαιο στην παλέτα της αλμύρας.
Μ α κ ρ ι ά .
Κάποιοι ψίθυροι καφεϊνης, κάποιες καπνοφόρες ανάσες, βουτιά στα παλλόμενα νερά.
Χορεύτριες ακτίνες, γελαστά ποδήλατα - λύπης ποδηλάτες.
Ούρλιαζε ιδανικά η καλοχτισμένη παραμυθούπολη.
Πόσο μ α κ ρ ι ά ;
Και τα μεσάνυχτα οι καρβουνιασμένες μπούκλες του νεοσύλλεκτοι στρατιώτες τεστοστερόνης και ηδονικά εξεγερμένου ιδρώτα.
Γέλιο υστερικής ύαινας στο νοικιασμένο κρεβάτι της.
Ματωμένο οινόπνευμα, ρυτιδιασμένοι σπόροι πορτοκαλιάς, χαρακιές στο πονεμένο δέντρο.
Κυριακάτικο πικ νικ σε κουφάρι παραδείσου.
Ακόμα μ α κ ρ ι ά ;
- Εύχομαι να ριζώσω εδώ.
Μα πάντα ικετεύει να την ξεκίσουν όταν ανθίζει.
Μ α κ ρ ι ά ; Ακόμα μ α κ ρ ι ά;
Μα κάθε Δευτέρα τη στέλνουν πίσω.
Μα κάθε Δευτέρα πεθαίνει.
Εισπνοή, εκπνοή - μια πνοή.
- Μ α κ ρ ι ά; Μ α κ ρ ι ά;
Φωνάζει.
Ακούστε.
- Είμαι μ α κ ρ ι ά;
Ανατολή ηλίου. Δευτέρας καλημέρα.
Δύο κρότοι από μπαρούτι και μετά σιωπή.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Πράξη πρώτη.


Βουβό ταλάντευμα θηλυκής σαρκός πάνω σε ξεπλυμένα μάρμαρα.
Ο ήλιος περιμένει.
Και οι παλάμες να κροτήσουν.
Μα η μαύρη σκόνη κοντοζυγώνει.
Ανάθεμα, δε θυμάται τους στίχους.
Και ανάθεμα, το τσιγάρο σιωπά.
Πάγος τεμαχισμένος το μυαλό, στοιβαγμένος ομοιόμορφα σε σκαλοπάτια συγχισμένης αριστοκρατίας.
Τα δαχτυλα σχίζουν τα φρένα του αόρατου πιάνου.
Μα εκείνοι περιμένουν.
Και εκείνος λαχταρά να κάψει.
Τώρα οι φωνές τους τείχη πελώρια θυμωμένου κάστρου.
Και ο αέρας ο σκληρότερος εραστής, ηθικός αυτουργός δακρυσμένων αστερισμών.
Και το κύμα φυσαλίδες αφρισμένου πόνου στο μετωπό της.
Έλιωσαν την κιθάρα της και την έχυσαν σε μια κάμαρα γεμάτη κάρβουνα.
Και κείνη δεν τραγουδά πια την αγάπη.
Μόνο κεντάει τις έξι κλωστές πάνω στο στέρνο της.
Και γύρω από το λαιμό της.
Τώρα βελονίζει τα μάγουλά της.
Τώρα πυρπολεί τα κόκκινα άχυρα που θολώνουν τη ματιά της.
Και δίχως δεύτερη πνοή αγκαλιάζει τον κρημνό της.
Και πάνω στον αέρινο παλμό λυκνίζεται υποτακτικά στο γαλάζιο εραστή.
Στον τελευταίο γαλάζιο εραστή της.
Ο ήλιος ακλόνητος.
Κρότος χεριών.
Κάηκε. Την έκαψαν.
Τέλος πράξης.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Πυρ.



Έκρηξη.
Εθελοντής είλωτας ανισόρροπου ερωτικά άρχοντα.
Κάπου κάπου ποθεί το κλειδωμένο στο τελευταίο συρτάρι του χρυσού δωματίου μήλο.
Ή μερικές φράουλες από τον κύριό της - τόσες όσες τα δάκρυα που χτυπούν στην ποδιά της.
Τις νύχτες πολεμά ζωγραφίζοντας τα ρούχια της με σκουριασμένα ξυράφια.
Και σβήνοτας πατημασιές εντόμων απο τους μηρούς της - μήπως και της δώσουν πίσω το αίμα της.
Και κει κοντά οι ροδοψημμένες της μπούκλες γίνονται θυσίες σ' άγνωστους δαίμονες - ικεσίες για λίγα μόρια έπμνευσης και ζωής.
Και με κόρες διεσταλμένες χαϊδεύει απειλητικά τη γυναίκα που κρέμεται στον απέναντι τοίχο.
Και με το άγγιγμα των χειλιών τους σπάει η πόρτα και μπαίνει εκείνος.
Πούλησε το κρεβάτι της για 2-3 χάλκινους βόλους, λέει. Και κείνη θα ρθουν να την πάρουν αργότερα.
Έκρηξη.
Το μήλο κυλάει στο πάτωμα.
Έκρηξη.
Ο καθρέφτης γυάλινα τρίμματα φωλιασμένα στο λαιμό της.
Έκρηξη.
Και ο ήλιος μια μεγάλη κόκκινη τρύπα εκεί αριστερά στο στέρνο της.
Έξρηξη. Έκρηξη. Έκρηξη.



-"Λίγη δροσιά θέλω μόνο. Και στιγμή να μη σταματήσω να μισώ."


Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Τρέλα.


Γιατί καις τον κήπο μου - γιατί δε φυτεύεις σπόρους στην ψυχή μου;
Γιατί σβήνεις τον ήλιο μου - γιατί δε με λούζεις με αχτίνες;
Η κατάρα σου και η καταραμένη σου αγάπη.
Το μαχαίρι σου χάδι στο λαιμό μου και η φωτιά σου τραγούδι στα μαλλιά μου.
Και το ποτήρι σου πηγάδι του πνιγμού μου.
Και το χέρι σου δαντέλα για το ξεφτισμένο μου φόρεμα και η ανάσα σου χιόνι στη μοναξιά μου.
Και η κιθάρα σου το κύκνειο άσμα μου και οι χορδές της νήματα επιθανάτιας ακροβασίας.
Αγαπώ γιατί με σκοτώνει - αν δε με σκότωνες δε θα σ' αγαπούσα.
Όπως με σκοτώνει το εντοιχιμένο οινόπνευμα και οι καπνισμένες εισπνοές.
Και όπως με σκοτώνουν τα αδίστακτα μάτια σε μεταμεσονύχτιες ξεχασμένες πλατείες.
Όπως με ξυπνούν οι εφιάλτες μεθυσμένων κρεβατιών.
Και όπως με σκοτώνει η βροχή - κάποτε την αγαπούσα ξέρεις, μα τώρα με πνίγει.
Κάποτε τη γύρευα να την αγαπήσω, τώρα γυρεύω τον ήλιο.
Όπως γυρεύει φωλιά ο δραπέτης.
Όπως γυρέυει άσπρη σκόνη ο παθιασμένος.
Όπως ο ετοιμοθάνατος γυρεύει το δήμιο.
Έτσι και γω γυρεύω τον ήλιο.
Σπάζοντας τις μπούκλες μου σε φυλακισμένα δωμάτια, πάνω από ξεχαρβαλωμένα ελατήρια μεμονωμένων στρωμάτων και κάτω από μισοσβημένο νέον.
Με μόνη συντροφιά μερικά φωνήεντα ξεχασμένων περαστικών και δαγκώνοτας κάπου κάπου τα χέρια μου.
Και προσπαθώντας να κλέψω μερικές αναπνοές από τον φεγγίτη πάνω δεξιά.
Έτσι γυρεύω να κλέψω μερικές αναπνοές από τον ήλιο.
Έτσι κλέβω τον ήλιο. Έτσι κλέβω τον ήλιο μου. Έτσι κλέβω και τον δικό σου ήλιο.
Κατάρες για αιώνια δευτερόλεπτα σε κλειδωμένα υπόγεια.
Κατάρες για σταγγαλισμό από κηλιδωμένα σεντόνια.
Κατάρες για παντοτινή διαμονή σε στοιχειωμένο πίνακα τρελαμένου ζωγράφου.
Κατάρα για αγάπη πανοτινή - κατάρα για το θάνατό σου στη στιγμή.
Αγαπώ γιατί με σκοτώνει.
Και συ γι' αυτό να μ' αγαπάς.



- "Τελικά δεν είναι όλα έτσι όπως ήταν", το παιδί σκέφτηκε."Όπως νόμιζα ότι ήταν δηλαδή."



Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Ντάρμα, ιπποπόταμος και καρμικές συναντήσεις


Η αγάπη πληγώνει και η αγάπη σκοτώνει.
Η καρδιά πληγώνεται και πεθαίνει.

Ζέστη, 30 παιδιά του Κελσίου, πράσινο παντού.
Μια μάγισσα πλησιάζει, αρπάζει ένα κέρμα και το κάνει βροχή.
Ο πιο γελαστός ήλιος κλαίει - ξόρκια ή ευλογία;

Κάπου διάβασα ότι τα βουνά είναι σαν τον Βούδα.
Περιμένουν στωικά τα παιδιά τους να πετάξουν το μανδύα της ακολασίας.
"Γύρισε στη φύση", έγραφε κάτω από ένα φοίνικα.
"Δε βαριέσαι, το ίδο παλιοκενό είναι".

Μερικές φορές καταριέσαι τις ίδιες σου τις σκέψεις.
Εκείνο το σημείο του εγκεφάλου που κάνει τα γρανάζια σου να χορεύουν αστείρευτα σαν τον διάβολο.
Εκείνη την πηγή που αβίαστα ξεβράζει τη λάβρα του χαοτικού σου ημερολογίου, των ασυνάρτητων θεωριών του μπλε τετραδίου σου.
Ξέρεις, εκείνων των σελίδων που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι θα ζήσεις μια μέρα περισσότερο από τους άλλους.
Και ότι οι πληγές σου θα γιάνουν ένα φεγγάρι νωρίτερα.
Και ότι θα σκοτώσεις τόσες ψυχές, ώστε να χτίσεις με εκατομμύρια αγκάθια τον κήπο της εκδίκησής σου.
Λάθος. Και ανθρώπινο πάθος.

Και είναι και εκείνη η στιγμή, που μέσ' απ' τις φυλλωσιές ατενίζεις την κορυφή του αρχαίου ναού.
Και νιώθεις το περιοδικό σεισμό των βαγονιών να ψέλνει υπόγεις δοξασίες,
Και στα γόνατά σου να είναι ακουμπισμένα τα πιο λυπημένα χείλη.
-"Ο κόσμος αυτός δεν είναι για μένα"
-"Αλλά δεν έχεις που αλλού να πας".

Το μεγαλύτερο σφάλμα σου είναι να πασχίζεις να βρεις ένα καρφί να γαντζωθείς.
Να γυρεύεις ένα σύννεφο ασφαλείας.
Να μαχαιρώνεις τις νύφες της φαντασίας.
Και να σκίζεις παραμύθια.
Να προσπαθείς να τυλίξεις το ποίημά σου γύρω από ένα και μόνο νόημα - όμως τα νοήματα είναι πολλά, βλέπεις, ούτε και εσύ είσαι ένας.
Και στο "γιατί" να έχεις πάντα μια απάντηση.
Εξάλλου δε θα σταματήσεις ποτέ να ματώνεις τα δάχτυλά σου.
Ποτέ δε σταμάτησες εξάλλου.

"Η ζωή είναι πολύ μικρή για να περάσεις το Σαββατόβραδό σου στο σπίτι.", τσίριξε η γυναίκα απο το γυάλινο κουτί.
"Η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη ζήσεις μόνο το Σάββατο", τσίριξε η φωνή από το κεφάλι μου.

-"Σε χαιρετώ, φεύγω. Δεν είναι ότι θέλω να φύγω, ούτε είναι ότι θέλω να μείνω."
-"Απλά πρέπει, καταλαβαίνω".
-"Όχι, δεν είναι ούτε αυτό. Απλά αν δεν έπρεπε να φύγω θα 'μενα, αλλά και τότε πάλι δεν ξέρω αν θα το 'θελα. Ίσως στο βάθος όμως να στενοχωριέμαι που φεύγω. Δεν ξέρω."
Ποτέ δεν ξέρεις. Και ούτε θα μάθεις.

Και μετά ο κύκλος.
Στο τέλος μένει πάντα αυτός ο κύκλος.
Και μερικά δάκρυα. Και μέτα ένα γέλιο. Ένα φιλί. Και μετά ένα φιλί σε δακρυσμένο μάγουλο.
Και μετά ένα "Σ' αγαπώ". Και μετά ένα "Χάσου". Και μετά ένα "Όμως".
Και μετά σιωπή.
Και ο ήχος που ακολουθεί ο ίδιος επαναλαμβανόμενος ήχος των παιδικών σου χρόνων.
Ο ήχος των μελλοντικών σου χρόνων. Ο ήχος του θανάτου σου.
Στο τέλος μένει πάντα αυτός ο επαναλαμβανόμενος ήχος, αυτός ο επαναλαμβανόμενος κύκλος.
Ο ήχος της πρώτης και ο ήχος της τελευταίας σου αναπνοής.
Βοή. Σιωπή. Βοή.
Και αντίο. Μέχρι το επόμενο αντίο.

"Δεν υπάρχει ευθεία", σου χα πει κάποτε και συ γέλαγες.
Με πιστεύεις τώρα;



*Πραγματικά πόσο μισώ τις Κυριακές.







Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Εσύ και εγώ


Μάτια καρφιά σε γυάλινο πίνακα.
Κίτρινες κορδέλες μέσ' από ραγισμένο τοίχο.
Κόρες νούφαρα σε παγωμένες λίμνες.
Χείλη χαρακωμένοι δίσκοι ξεχασμένου πικ-απ.
Και η ζωγραφιά στον καθρέφτη ο ατέρμονος εφιάλτης.

Βαρέθηκα να μιλάω για νεκρούς.
Βαρέθηκα να ζω μόνο για τα καλοκαίρια.
Κατάρες για το τώρα και τους χειμώνες του.

Αγάπησέ με για πάντα.
Ή έστω μέχρι το επόμενο πρωί.

Κλείδωσέ με στο πιο σκοτεινό συρτάρι και κατάπιε το κλειδί.
Κάνε με σκόνη και φύσα με να με πάρει ο άνεμος.
Δέσε με στο κούτσουρο και πέτα με στο πεινασμένο τζάκι.

Μόνο μη μ' αφήνεις εδώ - δεν αντέχω τη θάλασσα.
Είναι το τραγούδι της τόσο γλυκό και είναι η γεύση μου τόσο πικρή.
Ή ρίξε με μέσα της να ερωτευτώ τα κύματα - μόνο κύματα αγαπώ εξάλλου.

Τύλιξέ με στο σεντόνι σου και κρέμασέ με στο δέντρο.
Να πετάξω από το κουκούλι μου.
Ή να σαπίσω εκεί για πάντα.

Χαράκωσε το στέρνο μου με μια βελόνα.
Και βάλε απ' την παλέτα σου όποιο χρώμα θέλεις.
Φωτογράφισέ με.
Και κάψε τη φωτογραφία σαν την πιο ακόλαστη μάγισσα.

Λιώσε με και χύσε με στο κρασί σου να σε τρυπήσω.
Να τρυπήσω το λαιμό σου, να περάσω στο συκώτι σου και να το κάψω.
Και να στέκομαι περήφανα στις πύρινες κορυφές καθώς εσύ θα αιωρείσαι και θα ωρύεσαι.
Ξεχνώντας ό,τι έζησες και ό,τι δεν έζησες ποτέ.
Καθώς θα πυρπολείσαι ανελέητα από την ίδια τη φωτιά σου, καθώς θα παραδίδεσαι στις φλόγες του ονειρικού σου ολοκαυτώματος.
Και θα τραγουδάς ασταμάτητα ικεσίες για τη νύφη της σωτηρίας.
Και γω να στέκομαι κει ψηλά, άγαλμα ακλόνητο και αγέλαστο,άγαλμα βουβό και ασυγκίνητο, δίχως μια ρυτίδα συναισθήματος στο μέτωπό μου.
Μόνο για να σε δω να χάνεσαι πριν από μένα, μόνο για να χαθείς πριν να χαθώ εγώ.
Μόνο για να καείς όπως κάηκα και γω.

Αγάπησέ με για πάντα.
Ή έστω μέχρι το επόμενο πρωί.




Τελευταία μισώ τα χρώματα.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Το φάντασμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου


"Μια απάτη", το κορίτσι σκέφτηκε.

Όλη τη νύχτα στριφογύριζε στο κρεβάτι της.

Δεν άκουγε τίποτ' άλλο, μόνο το τρίξιμο από τις παλιές σανίδες και το θρόισμα από τα τσαλακωμένα σεντόνια που αντηχούσαν την αγωνία της.

Και η μουσική κολλημένη στο ίδιο τραγούδι.

"Είμαι το φάντασμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου, είμαι το φάντασμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου."
"Όλα είναι μια απάτη", το κορίτσι σκέφτηκε.

Η μυρωδιά από το οινόπνευμα που μόλις λίγες ώρες πριν διαπέρασε τον τράχηλό της πλημμύριζε ακόμη το στόμα της.

Και τα πόδια της δύο ραγισμένες ψιλόλιγνες κολώνες - τις τελευταίες μέρες αγαπούσε πολύ το περπάτημα.

Ξεχυνόταν από το ξημέρωμα στους δρόμους. Δρόμοι άλλοτε απολύτως πέτρινοι, άλλοτε κάπως πράσινοι. Μα πάντοτε δρόμοι λυπημένοι.

Πλημμυρισμένοι από ανθρώπους άλλοτε απολύτως πέτρινους, άλλοτε κάπως πράσινους.Μα πάνοτε λυπημένους.

Και προχωρούσε. Διάλειμμα κάπου κάπου για ένα πρόχειρο τσιγάρο, σ' ένα πρόχειρο παγκάκι, με πρόχειρο αλκοόλ και έναν πρόχειρο συνομιλητή.

Αλήθεια, της άρεσε να μιλάει σε αγνώστους,

Οι άγνωστοι δεν απαντούσαν. Οι άγνωστοι αδιαφορούσαν για τις δισεκατομμύρια λεπτές κλωστές στο κεφάλι της,

"Μακάρι να αδιαφορούσαν και οι γνωστοί", σκέφτηκε,

"Είμαι η οργή μες στο κεφάλι σου", οι νότες συνέχιζαν να ουρλιάζουν.

Οι δείκτες κάρφωναν το έξι. Τα ρολόγια την τρόμαζαν.

Το κορίτσι σηκώθηκε. Και αγκαλιασμένη με το σεντόνι της ανηφόρισε προς την ταράτσα.

Και στάθηκε στο πιο ακριανό της σημείο, τόσο ακριανό που νόμιζες πως και το πιο τρυφερό αεράκι θα την γκρέμιζε.

Άναψε τσιγάρο.

Με το κεφάλι καρφωμένο άλλοτε στους άδειους ουρανούς και άλλοτε στον άδειο δρόμο, πάντα στο κενό.

Το 'βλεπες στα μάτια της. Η θάλασσά τους είχε πάρει τη μορφή κοκκινόξανθων ερινύων.

Οι κόρες της άστραφταν. Τόσο που νόμιζες πως θ' ανατιναχτούν.

Λύγισε το βλέμμα της στο τσιγάρο, προσπαθώντας ν' ακολουθήσει το ταξίδι της στάχτης. Αν και με πορεία κατηφορική, ποτέ δεν κατάφερνε να προσγειωθεί - πάντα ο αέρινος δολοφόνος την συνέθλιβε λίγες στιγμές μετά την τελευταία ρουφηξιά.

"Πάντα με συνθλίβουν μετά την τελευταία ρουφηξιά.", μονολόγησε το κορίτσι. " Και λίγο πριν την επόμενη".

Πάλευε και κείνη να προσγειωθεί. Μάταια. Είχε και εκείνη τους δολοφόνους της βλέπεις.

Θα 'θελε να μπορούσε ν' ακουμπήσει στο έδαφος, ν' ακουμπήσει τους ανθρώπους. Να περπατήσει σαν τους ανθρώπους, να σκέφτεται σαν τους ανθρώπους, να χαίρεται σαν τους ανθρώπους, να αγαπάει σαν τους ανθρώπους. Να νιώσει το χώμα να κυλάει μέσ' απ' τις χούφτες της, να το μυρίσει, να το γευτεί, να χτίσει πύργους, να τους γκρεμίσει, να το μοιραστεί με τους άλλους.

Μα πάντα πέθαινε πριν προσγειωθεί. Την συνέθλιβαν οι άνθρωποι. Την ρουφούσαν και την κομμάτιαζαν σε χίλιες λωρίδες και την πετούσαν. Και μετά την συναρμολογούσαν από την αρχή και την ξανακομμάτιαζαν. Γι' αυτό δεν ξάπλωνε ποτέ στο έδαφος. Όπως ο αέρας τυραννά τις κάφτρες, σκοτώνοντας τη μια πριν προλάβει να πεθάνει η προηγούμενη. Έτσι και εκείνη υποκλινόταν στους δικούς της τυράννους.

Έσβησε το τσιγάρο και πέταξε τη γόπα με τόση δύναμη, σα να πετούσε στη θάλασσα μια πέτρα χαρακωμένη με όλες τις λύπες της. Και με ένα δακρυσμένο χαμόγελο ανοιξε διάπλατα τα χέρια της. Και ήταν σα να αντίκρυζες το πιο όμορφο και το πιο πονεμένο πουλί του κόσμου λίγο πριν ξεχυθεί στους ουρανούς.

"Ξέχνα τον πόνο εδώ. Άφησε τον πόνο εδώ". Πόσο ήθελε ν' αφήσει τον πόνο της σ' αυτήν την ταράτσα. Έπρεπε ν' αφήσει τον πόνο της σ' αυτήν την ταράτσα. Έπρεπε να ξεχυθεί στους ουρανούς.

Τώρα στηριζόταν στον ένα πόδι της. Το άλλο χόρευε μόνο του στον αέρα.

"Μια χορωδία οργής μες στο κεφάλι σου." Μια χορωδία οργής ο κόσμος της ολόκληρος. Μια χορωδία οργής η ίδια ολόκληρη.

"Είμαι το φάντασμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου".

Τώρα στηρίζεται στις άκρες των δαχτύλων της. Τώρα το φάντασμα την πλησιάζει. Τώρα απλώνει το χέρι του. Τώρα την αγγίζει. Και την σπρώχνει. Σφοδρά και απαλά. Εφιαλτικά και λυτρωτικά. Και κείνη χορεύει. Ξεχύνεται μόνη της τους ουρανούς. Αγκαλιάζει τα σύννεφα. Φιλάει τον ήλιο. Ντύνεται στις ακτίνες του. Και δεν κοιτάει κάτω. Ποτέ δε μπορούσε να κοιτάξει κάτω. Μόνο ανυψώνεται ασταμάτητα. Ώσπου ανατινάζεται σε εκατομμύρια χρυσά κομματάκια. Ώσπου μεταμορφώνεται σ' ένα συνοθύλευμα χρυσόσκονης. Σ' εναν τυφώνα χρυσό. Σε μια βροχή χρυσή. Σε μια καταιγίδα χρυσή. Και βρέχει με τις στάλες της το έδαφος, πνίγει με τα δάκρυά της το έδαφος. Ώσπου άξαφνα εξατμίζεται και μένει μόνο ζεστός αέρας.
Θα μπορούσες να ορκιστείς πως ο ήλιος που ξεπρόβαλλε δειλά δειλά ήταν ο πιο φωτεινός και δυστυχισμένος που 'χες δει ποτέ. Ο πιο αγαπητός και ο πιο μισητός που 'χεις δει ποτέ.

"Άσε τον πόνο σου εδώ", αντήχησε από το βάθος.

Ο ήλιος δεν ξαναγέλασε ποτέ όπως τότε.
















Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Αέρας


"Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή!" - Όνειρο στο κύμα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η αιθέριος εκείνη επαφή.
Θέλω μόνο να με κοιτάς και να σε κοιτώ.
Και με το να με κοιτάς να 'ναι σα να κοιτάς τον εαυτό σου.
Να κοιτάς μες στις ίδιες σου τις κόρες.
Όχι μόνο τραγούδια σαρκικά κάτω από ψεύτικα σεντόνια.
Ούτε μελανές δαγκωματιές και φιλιά συμπιεσμένα.
Ούτε διαπλανητικά όνειρα σε δήθεν γαλάζιες λίμνες, σε δήθεν φοίνικες και παραδείσους.
Ούτε μόνο ταξίδια με ρουλεμάν, πρόχειρο αλκοόλ και δήθεν επαναστάτες.
Ούτε ουσίες φυλακισμένες σε ένα τσιγαρόχαρτο - υποσχέσεις για στιγμές παραμυθένιες και εξωγήινες.
Ούτε κουρελιασμένα επιχειρήματα και συγγνώμες ξεπεσμένες για να βρω μια φωτεινή γωνιά σε σκοτεινές υπάρξεις.
Ούτε ανάσες πληρωμένες για να λησμονήσω την αβάσταχτη - δήθεν- μοναξιά μου.
Να φωνάζεις και κανείς να μη σ' ακούει.
Θέλω να φωνάζω και να μ' ακούς μόνο εσύ.
Και ν' αντηχούν οι φωνές μου στους τέσσερις τοίχους του κουτιού μου.
Και ν' αντηχούν και στους τέσσερις τοίχους του δικού σου κουτιού.
Ένα και το αυτό.
Το κουτί μου, το κουτί σου.
Να κόβω το δάχτυλό μου στη σελίδα του αγαπημένου μου βιβλίου και να ματώνεις εσύ.
Να σβήνεις το τσιγάρο στο γυμνό σου δέρμα και οι κάφτρες να ξεσκίζουν το δικό μου.
Θέλω τον πόνο και το θάνατο κοινό, θέλω τη δράση σου ίδια με την αντίδρασή μου.
Και να 'ναι η λύπη μου μια σακούλα γεμάτη δάκρυα πεταμένη στην άκρη του πεζοδρομίου σου.
Να 'ναι γραμμένη στις αράδες του τετραδίου σου.
Να 'ναι κρυμμένη στους σπόρους της αυλής σου.
Στο κατακάθι του φλιτζανιού σου.
Στη φλόγα του κεριού που αφήνεις αναμμένη μετά τα μεσάνυχτα.
Και στους καρβουνιασμένους κύβους που ποτέ δε μαζεύεις από το τζάκι σου.
Θέλω η λύπη μου να στοιχειώνει τον καθρέφτη που κοιτάς το πρωί.
Και να σε καρφώνει αλύπητα καθώς πλένεις το πρόσωπό σου.
Και να 'ναι τα καρφιά της τόσο μυτερά και τόσο απαλά μαζί.
Να ναι ο εφιάλτης και το όνειρο εξίσου.
Και όλ' αυτά για να ριχτείς μεμιάς στο κενό που θα ριχτώ και γω.
Και για ν' ψάχνεις το σκοινί που 8α μας φέρει πίσω όταν ζητώ τη σωτηρία.
Όλ' αυτά για την ίδια λύτρωση στην ίδια τραγωδία.
Και για το ίδιο γέλιο στην ίδια κωμωδία.
Για το ίδιο ουρλιαχτό στην ίδια ζωή.
Για το ίδιο ουρλιαχτό στην ίδια ωρυόμενη ζωή.
Για την ίδια αιθέρια επαφή.


*-Γύρισες πίσω; -Όχι, πάντα εδώ ήμουν.



Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Άνθρωπος, πάθος και άλλες ιστορίες


Αυτό που βλέπεις εσύ σε μένα, βλέπω γω σε κείνον.
Και αυτό που βλέπω γω σε κείνον, βλέπει εκείνος σ' άλλη.
Μην ξεχνάς.
Είμαστε όλοι ο ίδιος άνθρωπος ιδωμένος από διαφορετική πλευρά.
Όλοι κομμάτι της ίδας δαντέλας, κεντημένοι άλλοτε στις άκρες, άλλοτε στη μέση.
Και χορεύοντας κάποτε κάποτε από μια κλωστή της - μη χορεύεις πολύ, 8α πέσεις.
Όχι, ορκίζομαι ότι ούτε εγώ θα χορέψω πολύ. Υπόσχομαι τουλάχιστον.
Μα δε σου κρύβω, υπάρχουν στιγμές που δε κρατιέμαι να μείνω ακίνητη.
Που παλεύω να καρφώσω τα πόδια μου στο πάτωμα, μα τίποτα.
Που θέλω να υποκλιθώ σ' εκείνες τις μουσικές, ξέρεις...
Γαργαλούν αργά αργά τα αυτιά μου, ξεγελούν με το χαμόγελο του παλιάτσου και με βρόντο προσγειώνονται στην ενδοχώρα.
Σ' αυτό το στράτευμα πονηριάς και γλυκού επεκτατισμού, πες μου αλήθεια, πώς μπορείς να αντισταθείς;
Σ' αυτή τη ενορχηστρωμένη δίνη που σου υπόσχεται ολόκληρη τη ζωή σε μια μέρα μόνο.
Και που σε μια μέρα στην παίρνει πίσω.
Μια δίνη αιώνια και μακάβρια.
Μια μουσική αιώνια και μακάβρια.
Και κει αρπάζω την κλωστή.
Και χορεύω αστμάτητα, με βλέμμα ασταμάτητα προκλητικό.
Και τυπώνω και γω μια δαγκωματιά στο μήλο του Αδάμ.
Και συ δε μπορείς ν' αντισταθείς, το ξέρω.
Παλεύεις, μα δε μπορείς.
Και θέλεις τόσο να χορέψεις κρατώντας μοναχά τη φτηνή σου κλωστή.
Και θέλω τόσο να χροέψω κρατώντας μοναχά τη φτηνή μου κλωστή.
Στο είπα εξάλλου.
Είμαστε όλοι ο ίδιος άνθρωπος ιδωμένος από διαφορετική πλευρά.
Παιδιά της κακίας με φωτεινά διαλείμματα ευγένειας.
Ή το αντίστροφο, δεν ξέρω.
Ποτέ δεν ξέρεις τι να περιμένεις από τους ανθρώπους.
Από τα ανθρωπάκια. Από μένα και από σένα.
Και όταν γελάς, γελώ και γω, μόνο που γελώ με άλλο αστείο.
Και όταν κλαις, κλαίω και γω, μόνο που κλαίω για άλλα μάτια.
Και όταν πληγώνεις, πληγώνω και γω, μόνο που πληγώνω άλλη καρδιά.
Και όταν πληγώνεσαι, πληγώνομαι και γω, μόνο που ζω άλλο δράμα.
Πάψε να κλαις, να πάψω και γω.
Όχι, δε γίνεται.
Τότε κράτα μου το χέρι να κλάψουμε παρέα.
Μην ξεχνάς σου λέω.
Είμαστε όλοι ο ίδιος άνθρωπος ιδωμένος από διαφορετική πλευρά.
Απόσπασμα από το ίδιο αρχαίο παραμύθι.
Νότα τσαλακωμένη από το ίδιο πεντάγραμμο.
Λαμπιόνι από τον ίδιο αστερισμό.
Σκιές στον ίδο τοίχο.
Δάκρυ από την ίδια βροχή.
Και την ίδια βροχή πρέπει να στάξουμε.





*-Σύγχιση;
-Όχι.
-Τρέλα;
-Όχι.
-Τότε;
-Zωή.


Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Αναμνήσεις


Κάτι από τον περσινό χειμώνα.
Γιατί ξεσκόνιζα τις παλιές μου μουτζούρες και έπεσα πάνω σ' αυτήν.
Και γιατί πάει περίπου ένας χρόνος...


Για κάθε λεπτό που σπατάλησα στη σκέψη των ματιών σου.
Για κάθε ώρα που 'δωα στην ανάμνηση των χειλιών σου.
Για κάθε μέρα που 'τρεχε και το άγγιγμα σου δεν ερχόταν.

Για κάθε δάκρυ που ΄ριχνα σκυμμένη πάνω από ατέλειωτες σελίδες ξεφτισμένων βιβλίων.
Για κάθε μου κραυγή που ξεχυνόταν στην αβάσταχτη ηχώ του ξεχασμένου πάρκου.
Για κάθε μου μοναχική περιπλάνηση στους άλλοτε κοινούς μας δρόμους.

Για κάθε χαμόγελο που πίσω του έκρυβε ερείπια και λόγια λησμονημένα.
Για κάθε κίβδηλο σ' αγαπώ σ' άγνωστους πρωταγωνιστές.
Για κάθε ευχή μου και κάθε κατάρα μου.


Για κάθε φορά που πίστεψα πως τις άδειες ώρες σου γέμιζε το πρόσωπό μου, η ανάσα μου, τα φιλιά μου.
Πως με κάθε ξύπνημα αναζητούσες τη μυρωδιά μου.
Για κά8ε φορά που πίστεψα πως 8α γυρνούσες.
Πως θ' άνοιγες πάλι ορμητικά την πόρτα μου, τάζοντας μου αστέρια και έρωτες.
Γι' αυτή τη φορά.
Για κά8ε καταραμένη φορά.
Για κάθε στιγμή που ονειρικά βυθιζόμουν στο είναι σου, παραμελώντας επειδεικτικά το δικό μου...
Γι' αυτό σε αγάπησα.
Γι' αυτό σε μίσησα.
Γι' αυτό σε μισώ.
Γι' αυτό σαγαπώ.


*Να 'σαι καλά όπου και να 'σαι. Χάρη σε σένα δε θα ξαναερωτευτώ την καταστροφή.

Εις μνήμην του Ντέκα...

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Στην αναμονή


Ασύστολα πάλλονται τα μηνίγγια μου.
Και ο δείκτης στοχεύει εσένα.
Γιατί να ραγίζει η καρδιά μου πάντα το χειμώνα;
Και πόσους ακόμα χειμώνες θα ραγίσει;
Παίρνεις το τρένο και φεύγεις.
Παίρνεις το τρένο και γυρνάς.
Και με το που γυρνάς ξαναφεύγεις.
Δεν προλαβαίνω. Δε σε προλαβαίνω.
Στάσου λίγο.
Μια φωτεινή ακτίνα και ένα πέπλο σκιάς.
Ένα γέλιο δυνατό και μια σιωπή κενή.
Αμηχανία.
Επόμενο βήμα το φιλί ή ένα αντίο και καληνύχτα;
Μέρες αδιάφορες. Και αλλεπάλληλες κουκίδες ενδιαφέροντος.
Και ξανά μέρες αδιάφορες. Και μετά χτυπάει το τηλέφωνο.
Συνταγή για ατέλειωτες ώρες βασάνων μπροστά σε κάτασπρο τοίχο.
Και για τον τέλειο ερωτκό θάνατο.
Μακάρι να σου 'χαν μάθει να λες το "όχι" ή το "ναι" από την αρχή.
Τώρα το "σ' αγαπώ" μου θα 'χε μια απάντηση.
Τώρα θα ΄ξερα αν μαζί με τον ήλιο θα 'πρεπε να χαίρομαι και γω.
Τώρα 8α 'ξερα αν έπρεπε να σε μισήσω ή να σου χαρίσω τα βιβλία μου.
Τώρα δε θα 'χανα τον καιρό μου παλεύοντας να σου δώσω αυτό το ποίημα.
Ανάθεμα, κοίτα!
Πάλι τρύπησα το δάχτυλό μου.
Στο ίδιο αγκάθι.
Στο ίδιο σημείο.