Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Αγρυπνία



 












(12 π.μ.)

Στο μέσον οσφρήσεων παλαιικών παρόντων
-ξεβράσθηκαν εκ του εδάφους, ξεψύχησαν επί του ιδίου -
έκφυλων και γυμνών, παρθένων και ευσεβών
μετά λαγνείας εκλεπτυσμένων,
 στις κνήμες αδειάζω τα χέρια·
στην πρύμνη οι κάλυκες, στο νερό τα στιλέτα, στ' αριστερά η ξύλινη πληγή·
κρημνών εκκρεμή τα βρέφη της μνήμης - η λήθη πείνασε νωρίς
(αντηχούσε το κλάμα ως τους αγγέλους μέχρι να πνιγεί και το στερνό χλωρό).
Πείνα και πόνος και ηδονή· επανάληψη· πείνα και πόνος· ξανά· πείνα
-λέαινες βάμματος πορφύρας, αυτόχειρες πόθου οι Διόνυσοι, στους λωτούς πέσαν τα κοράκια ·του μήλου διψά η κόρη, σερνόμενες γλύφονται οι σειρήνες, μαστίγιο οι νάρκισσοι στον κρίνο -

(...........)

Πλήξη στο ρεύμα, στο ρέμα ρήξη-
βυθός.
Στάχτη·αιθάνιο·Σιωπή.
Αίμα.
Και εσύ.
(στο δρόμο ουρλιαχτό)

Αυγή.


(Ο Φρην στο ρεσιτάλ του πιάνου, με παπαρούνες στα μάγουλα ατενίζει τον δακτυλικό πληθωρισμό. Σχίζεται στα δύο. Βολή.Πνοή.)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ανάνηψη


Τίποτα το πιο γοητευτικό στην αιώνια, διακαή παρουσία
από την απουσία,  απότομη και αιφνίδια

- η έλλειψη παραλείψεως και ο μακάβριος, αργός της θάνατος '

πάντα δέους και ευνοίας δεν τύγχανε το ακαριαίο;

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Σαββατόβραδο


 
Σε κυλινδρωμένους δρόμους λεμονιάς  νήσων ανήσυχων
Παραταγμένες οι κόρες

ευλαβικά μα ηδονικά, καρτερικά

τα μάγουλα ματώνουν σε ανδριάντες του αντίπαλου πεζοδρομίου
 


Στο τέντωμα του ηχείου οι παλμοί των μηνιγγιών

μετά μανίας βαθμών της τάξης του 60 -ή και 70

αντί πολτού βασιλικού,  στο κάψιμο του τσίγκου

ουρλιάζουν σαν ινδιάνικο χωριό προ της  σφαγής
 

Πουλιά δραπέτες του κλουβιού της άνοιξης
εραστές της φλόγας του χειμώνα και ερωμένες του οπίου

υπόδικοι ακίδων  πεινασμένων και αγγέλων διονυσίων

λαχταρώντας τ' όνειρο, κοιμούνται για τον εφιάλτη

 
Για την ανάσα στον αριστερό τους βραχίονα

για το καλοκαίρι στην ξεσκισμένη σκηνή

για της σκόνης το μοίρασμα και το μπουρλότο της σιωπής

Για το πρωί της Κυριακής

 

 

 

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Το κυνήγι της μούσας

 

 
Λες και μια εισπνοή ρούφηξαν όλες τις λέξεις απ' τους ιστούς μου
όλες τις συλλαβές από τα κύτταρά μου

κι όλο το μόλυβδο της γραφομηχανής μου
και εκπνέοντας έφτυσαν στου μοναχού τον πάπυρο

-στην έρημο, αφού ήπιαν το γάλα της καμήλας

και χώθηκαν στα τρίγωνα της άμμου
σα μούμια με τύλιξαν στο σάβανο και με σταύρωσαν εκεί
με πίσσα και αίμα
-έρμαιο αχόρταγων  εξερευνητών,
να 'μαι τώρα στο κλουβί της νυχτερίδας κάτω από τις δάδες

μα εκείνη πετά και εγώ νοσταλγώ

λίγη φωνή μονάχα να βρω κει στο ράγισμα του τοίχου

λίγο φως στις φλέβες να κυλήσει

τις σφήκες να λιώσω και τη φωλιά τους να θάψω

με προσευχές στις κατακόμβες

καθώς  ηδονικά θα λούζομαι στης ζέσης τις οάσεις

γυμνή και εκστασιασμένη

από την ηχώ την αναστημένη στις μύτες των χειλιών μου

 

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

-κραυγή-



            


Σα μέταλλο κονσέρβας πατημένο
στην πέμπτη γωνία του γκαράζ

Ξέχειλης πολτού τεθλασμένου

και ληγμένων παραισθήσεων

 

Μασημένοι στους κυνόδοντες οι κόκκοι
μα η πείνα θρεμμένη και η ηχώ της ισχνή
Οπίου σιγή στης αιθανόλης το κλάμα

στον τοίχο της ρωγμής η ηδονή

 

Και εσύ ποτέ δε θα χορτάσεις
μήτε από τον Έρωτα μήτε από το Τίποτα

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

  Σκοτάδι στο Φως



Τύφλωσα την ακοή
ανενόχλητοι οι κομήτες να θρυμματίζουν τα μονά μου πόδια

Και στην έγερση των σκελετών κλείδωσα τα μάτια
- τους λάξευσα στο πίσω μέρος της αυλής, θεμέλια στο παλιό το σπίτι

Τώρα πουλώ τις αισθήσεις μου για να κοιτώ το σκοτάδι
(και οι πέντε χρυσά θα τέμνουν το φαύλο μου τον κύκλο)

Στον πάτο των μυρμηγκιών
στου ναδίρ τη φωλιά
σαν πάνθηρας πεινασμένος θα βουτήξω
ανήλεα να τυφλωθώ στο φως που θα τρυγήσω από το μεδούλι των θηρίων





Κυριακή 4 Μαρτίου 2012


Από το κρανίο
ρούφηξες όλα τα σύρματα
και έπλεξες στον πάγο πάνω,
δύο μόνες λέξεις να σκαλίσεις
-το πρώτο σου ατόπημα
στα είκοσι κεριά που έσβησες
(και σβήνεις ολοένα)

Μα, ανάθεμα το φως!-
Βάρβαρη η πρωινή Σελήνη
λάβρα φιλάει στον πάγο,
τα δόντια σπάν’ το σύρμα
και λιώνει το μελάνι σου
στις φλέβες ρέει ασβέστης

Κλωστή είσαι στον άνεμο
Στο χώμα εγώ βελόνα
Αν σε κεντήσω πέταξες
Αν σε φυσήξουν πέφτεις

Η νύχτα μόνο θάλπει τους τυφλούς
-στον ήλιο νεοσσοί παγιδευμένοι